- βραστικός
- βραστικός, ή, όν,A f.l. for βλαστικός, Herm. ap. Stob.1.41.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βραστικός — ή, ό (AM βραστικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. βρασμένος, ζεστός αρχ. ο σχετικός με τη βράση ή τη ζύμωση … Dictionary of Greek